- ακλόνητος
- steadfast
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ακλόνητος — ακλόνητος, η, ο και ακλόνιστος, η, ο επίρρ. α ασάλευτος, σταθερός: Μένει πάντα ακλόνητος στις αντιλήψεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκλόνητος — unshaken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία … Dictionary of Greek
ἀκλονήτως — ἀκλόνητος unshaken adverbial ἀκλόνητος unshaken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλόνητον — ἀκλόνητος unshaken masc/fem acc sg ἀκλόνητος unshaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλονήτοις — ἀκλόνητος unshaken masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλονήτους — ἀκλόνητος unshaken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλονήτων — ἀκλόνητος unshaken masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλονήτῳ — ἀκλόνητος unshaken masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλόνητα — ἀκλόνητος unshaken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλόνητοι — ἀκλόνητος unshaken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)